- Κομανοί
- Κομανόςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κουμάνοι — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 131 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Οι Κ. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κροκεών. II Τουρκικός λαός, ο οποίος από τον 10o … Dictionary of Greek
куманин — мн. кумане – тюрк. народ на юге Руси (=половцы), вытесненный татарами в Венгрию, Молдавию, Валахию (см. Маркварт, Kumanen 27), др. русск. кумани, кумане (Пов. врем. лет под 1096 г.: кумани рекъше половьци; часто в азбуковниках; см. Тихонр., Пам.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Κομνηνός — I Επώνυμο δυναστείας αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Η δυναστεία των Κ. βασίλευσε από το 1081 έως το 1185, δίνοντας πέντε αυτοκράτορες. Η εποχή των Κ. διαδέχθηκε μια περίοδο την οποία χαρακτήρισαν σοβαρά εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα: η… … Dictionary of Greek